- αινομανής
- αἰνομανὴς (-οῡς), -ὲς (Μ)αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση φοβερής μανίας, παραφροσύνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + -μανὴς < ἐμάνην, μαίνομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰνομανής — raving horribly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνομανῆ — αἰνομανής raving horribly neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αἰνομανής raving horribly masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αἰνομανής raving horribly masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνομανεῖς — αἰνομανής raving horribly masc/fem acc pl αἰνομανής raving horribly masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνομανοῦς — αἰνομανής raving horribly masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek